Sunday 20 November 2011

René (and the order of the universe...)

Το έχεις σκεφτεί αλήθεια ποτέ; Για πόσα πράγματα είσαι σίγουρος; Κι εννοώ απολύτως σίγουρος, όσο σίγουρος είσαι πως... ο κόσμος είναι στη θέση του.

Ξέρεις, πάνε χρόνια από τότε που διάβαζα (βρίζοντας..) φιλοσοφία στη σχολή. Είχαμε περάσει, καθώς περνούσαν τα εξάμηνα, απ' τους προσωκρατικούς στον Πλάτωνα, από εκεί στον Αριστοτέλη, μετά ήρθαν οι Στωικοί, έπειτα έκαναν τη βόλτα τους απ' τα έδρανά μας οι Σχολαστικοί (εκεί να δεις νεύρα...)... Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, όταν είχα πια αποφασίσει πως.. δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα και βαρέθηκα να διαβάζω αηδίες (έλα, μη βιαστείς να μου διαμαρτυρηθείς - καθώς πέρασαν τα χρόνια είδα πως.. δεν ήταν και τόσο αηδίες τελικά.. αλλά κατάλαβέ με λιγάκι: στα 19 σου, κάτι που λέγεται consolatio philosophiae, σου ακούγεται σαν ..το χειρότερο οξύμωρο που έχεις ακούσει), ε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ήρθε κι η σειρά του Ρενέ.
Ναι, ναι, αυτού του Ρενέ και μη σε ξενίζει που τον λέω με το μικρό του, και όχι ..Ντεκάρτ, όπως όλος ο κόσμος...

Ξέρεις, με το Ρενέ έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση, που ξεκίνησε κάπως σαν ...μίσος με την πρώτη ματιά. 

"Δηλαδή... τι ακριβώς προσπαθείς να μας πεις;" τον ρώτησα (και θυμάμαι σαν να 'ναι τώρα το δωμάτιο, καθόμουν στο πάτωμα, κι είχε σουρουπώσει χωρίς να το καταλάβω, όσο εγώ προσπαθούσα να χωρέσω στο μυαλό μου την πρόκληση που μου γελούσε πονηρά μέσα απ' το βιβλίο).

"Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνεις; Κορίτσι μου γλυκό, μη γελιέσαι: τίποτα απ' όσα βλέπεις δεν είναι στα σίγουρα εκεί. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως.. το μαξιλάρι που κρατάς αγκαλιά, είναι στ' αλήθεια μαξιλάρι και το 'χεις στ' αλήθεια αγκαλιά; Λυπάμαι που στο χαλάω, αλλά.. υποθέτω πως δεν έχεις να μου δώσεις κάποια... απόδειξη γι' αυτό, ε;"

[Αν ήμουν αρκετά μικρότερη, θα χτυπούσα τα πόδια στο πάτωμα και θα φώναζα "Όχι! Όχι, λες ψέμματα! Δεν σε πιστεύω, δεν μπορεί να μην υπάρχει τίποτα απ' όλα αυτά!" (και θα έσφιγγα το μαξιλάρι ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά μου, να ..σιγουρευτώ πως είναι εκεί, και μετά θα συνέχιζα ήσυχη ό,τι έκανα πριν). 
Αλλά.. δεν ήμουν μικρότερη. Είχε περάσει από χρόνια η εποχή που η άρνηση κάλυπτε τα κενά της λογικής κι αυτό που μ' ενοχλούσε περισσότερο ήταν πως.. δεν μπορούσα να αγνοήσω την προφανή αλήθεια σ' αυτό που μου έλεγε! Δεν μπορούσα να το αποδείξω -είχε δίκιο και το ήξερα. (Κι εξάλλου, πόσες φορές δεν με είχε πιάσει αυτός ακριβώς ο προβληματισμός και.. απάντηση δεν είχα, όσο και να το έσπαγα το κεφάλι μου;) Με σκότωνε γαμώτο η σκέψη, πως.. όλα, το δωμάτιό μου, ο ήχος της μητέρας μου να κάνει δουλειές στην κουζίνα, η μουσική που έπαιζε μόνιμα στο ράδιο όσες ώρες ήμουν ξύπνια (και τις περισσότερες απ' αυτές που κοιμόμουν), η μυρωδιά απ' τα δέντρα έξω απ' το παράθυρό μου, ε, πως όλα αυτα μπορεί να ήταν.. μια ωραία ψευδαίσθηση! Αλήθεια σου λέω, το τελευταίο που χρειαζόμουν στη ζωή μου ήταν ένας τύπος να με τσιγκλάει λέγοντας πως.. πολύ καλά έκανα κι αμφέβαλλα...]

"Υπέροχα... Όχι, δεν μπορώ να σου δώσω καμία απόδειξη! Και πού μας βγάζει αυτό; Μου λες;"

Γέλασε. "Κάνε λιγάκι υπομονή. Και άκουσέ με. Λοιπόν, πάμε πάλι. Θυμάσαι τι σου ειπα πριν; Ότι... κάθε στιγμή που περνά, θα μπορούσες απλώς να ονειρεύεσαι πως κάνεις ό,τι κάνεις, έτσι δεν είναι; Δεν έχεις τρόπο να είσαι σίγουρη πως δεν είναι ένα όνειρο όλο αυτό, σωστά; Εξάλλου, για σκέψου: κι όταν κοιμάσαι, όλα μοιάζουν εντελώς αληθινά, έχω άδικο;" 

Ένα τσαντισμένα ηττημένο βλέμμα του έδωσε την απάντησή του. 

"Ωραία. Μέχρι εδώ καλά, λοιπόν. Ό,τι, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου, θα μπορούσε να είναι απλώς ..ένα όνειρο. Τώρα, βέβαια, θα μου πεις πως δεν υπάρχουν μόνο πράγματα που τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και θα σου πω πως έχεις δίκιο. Ας παμε, λοιπόν, ένα βήμα παραπέρα. Πόσο κάνουν ένα κι ένα;" 

"Δύο. Είναι τώρα ερώτηση αυτή;"

"Για να σε ρωτάω, κάποιο λόγο θα 'χω. Σου ζήτησα λίγη υπομονή πριν. Κοίτα, καταλαβαίνω, έχει βραδιάσει, έχεις ζαλιστεί μ' αυτά που λέμε τόσες ώρες, αλλά ..κάπου το πάω. Δεν θέλεις να μάθεις πού;"

Οκ, με ήξερε καλύτερα απ' όσο φανταζόμουν. "Ακούω."

"Πάω στοίχημα πως αμέσως σκέφτηκες 'Τι καλά! Ναι, ένα κι ένα κάνουν δύο, στον ύπνο σου ή στο ξύπνιο σου, στην Ελλάδα ή στη Μαδαγασκάρη, στη γη ή στο φεγγάρι, πάντα ένα κι ένα έκαναν δύο και.. για όσο υπάρχει ο κόσμος δύο θα κάνουν', έτσι δεν είναι; Θέλω όμως να σε ρωτήσω κάτι. Πιστεύεις στο θεό;"

"Ναι, αλλά ...τι σχέση έχει αυτό με τα μαθηματικά; Και θα σε παρακαλούσα να το γράφεις με κεφαλαίο."

"Μικρή σημασία έχει πώς το γράφεις. Πάμε τώρα στα σημαντικά: αυτός ο θεός που πιστεύεις, και που έφτιαξε τον κόσμο και τους νόμους του, είναι παντοδύναμος, σωστά; Σωστά! Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, αυτός ο θεός να είναι στην πραγματικότητα ένα.. διαολάκι με όρεξη γι' αστεία, που, μ' αυτή την παντοδυναμία του, έφτιαξε δυο-τρεις 'νόμους παντοτινής ισχύος', δίνοντάς μας ταυτόχρονα, καθώς μας έφτιαχνε, την απόλυτη πεποίθηση πως έτσι είναι κι όχι αλλιώς; Ενώ γελάει μέχρι δακρύων, βλέποντάς μας να στήνουμε όλη μας την ύπαρξη πάνω τους και γύρω τους, τη στιγμή που ακόμα κι αυτό το 'ένα κι ένα κάνουν δύο' δεν είναι τίποτ' άλλο, παρά μέρος μιας απίστευτης φάρσας;... Τώρα σκέφτεσαι πως σου λέω χαζομάρες, είμαι σίγουρος. Αλλά, θα σε ρωτήσω το ίδιο πράγμα που σε ρώτησα πριν: έχεις μήπως κάποια απόδειξη πως.. δεν είναι έτσι;"

Όμορφα... Όχι, όπως το έθεσε, δεν μπορούσα να του αποδείξω πως λέει μαλακίες (όσο κι αν όλο μου το είναι φώναζε πως... ένα κι ένα κάνουν δύο, γαμώτο!). Θεωρητικά, θα μπορούσαν όλα να είναι ένα πετυχημένο αστείο... (αλλά αν είχε δίκιο αυτός ο τύπος και.. τον γνώριζα ποτέ τον Θεό, είχα να του πω δυο λογάκια!)

"Υποθέτω πως, αν είχες κάτι να αντιπροτείνεις, θα μιλούσες, οπότε συνεχίζω. Λοιπόν, δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ, μια φορά, έχω πειστεί πως ο ουρανός που κοιτάω κι η γη που πατάω, ακόμα και το σώμα μου το ίδιο, θα μπορούσαν κάλλιστα να 'ναι.. ιδέα μου και κανείς δεν μπορεί να μου αποκλείσει πως υπάρχει κι ένας πλακατζής θεός από πάνω, που με δουλεύει ψιλό γαζί για τα υπόλοιπα.
Κοίτα όμως τώρα τι γίνεται. Άκου λίγο τι είπα: 'εγώ, μια φορά, έχω πειστεί'. Τι είναι αυτό το 'εγώ' που έχει ..πειστεί κιόλας; Ποιος είναι αυτός που θέλει να τον ξεγελάσει ο φίλος μας ο ..θεός; Δεν μπορεί να θέλει να ξεγελάσει το.. τίποτα! Είπαμε, πλακατζής είναι, όχι ηλίθιος! Αλλά.. ούτε και το τίποτα μπορεί να έχει.. συναίσθηση του.. εαυτού του!  
Καταλαβαίνεις τώρα καθόλου πού το πάω;
Γλυκιά μου κοπέλα, έψαχνες τόσον καιρό κάτι να κρατηθείς, έτσι δεν είναι; Κάτι μικρό, έστω ελάχιστο, για το οποίο να είσαι απολύτως σίγουρη. Κάτι που να είναι εκεί, όταν ο κόσμος σου καταρρέει. Ορίστε λοιπόν! Εσύ είσαι αυτό που έψαχνες. Εσύ, που ακολούθησες μαζί μου τη σκέψη μου, που αμφέβαλες μαζί μου για τα πάντα, εσύ, κορίτσι μου, και ..ξέρεις γιατί; Γιατί ..δεν μπορεί το τίποτα να.. αμφιβάλλει. Γιατί αν δεν υπήρχες, δεν θα προβληματιζόσουν αν υπάρχεις ή όχι. Πάνω σ' αυτό μπορείς να χτίσεις τον κόσμο σου. Και μην ανησυχείς ρε, ένα κι ένα κάνουν δύο!"
(...νομίζω πως άκουσα να συμπληρώνει ψιθυριστά κάτι σαν.. "τις περισσότερες φορές", αλλά σκέφτηκα πως θα ..το φαντάστηκα απ' την κούραση...)

Είχε νυχτώσει από ώρα. Κι εγώ καθόμουν εκεί, στο πάτωμα, μ' ένα μαξιλάρι αγκαλιά και το βιβλίο μου από πάνω, να κοιτάζω τη σελίδα που μου είχε μόλις δώσει τη λύση που ζητούσα για χρόνια. 'Ετσι απλά. Πήρε το κουβάρι που είχα μέσα μου και το ξέμπλεξε. Το Σύμπαν ήταν επιτέλους σε τάξη. Κι ο Ρενέ από.. αντιπαθητικός ξένος, έγινε φίλος μου. Έτσι απλά. Αλλά ..πριν φύγει εκείνο το βράδυ, πριν ξαναχωθεί στις σελίδες απ' τις οποίες ξεπήδησε, μου είπε κάτι ακόμα:

"Α, κάτι τελευταίο! Αυτά που είπαμε σήμερα ήταν το πρώτο μάθημα. Έχει κι άλλο. Δεν είναι για όλους, όμως, το επόμενο μάθημα και, όπως και να 'χει, δεν είναι η ώρα του ακόμα. Αν όμως έρθει η ώρα, θα το καταλάβεις. Έι, και μια συμβουλή, γιατί σε συμπάθησα: Μη μ' ακούς πάντα. Μερικές φορές ..έχω άδικο!"

Οκ, είναι θεόμουρλος, κατέληξα και, μια που πάντα τους λάτρευα κάτι τέτοιους τύπους, φύλαξα αυτήν την τελευταία συμβουλή του σαν τα μάτια μου κι έπεσα για ύπνο, γιατί η εξέταση στη Φιλοσοφία ΙΙΙ άρχιζε το πρωί στις εννιά.

-----------

Τώρα... είμαι σίγουρη πως αναρωτιέσαι τι έγινε τελικά με το ..επόμενο μάθημα. Άντε, επειδή κι εγώ σε συμπάθησα, θα σου πω:

Ξαφνικά, μια μέρα μετά από χρόνια, γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Τα πάνω κάτω! Και βρέθηκα ξαφνικά σ' ένα Σύμπαν, όπου ένα κι ένα έκαναν ..Ένα! Κι είχε αυτό το Σύμπαν μια δική του τάξη, εντελώς πρωτόγνωρη, εντελώς παράξενη, κι άλλο τόσο υπέροχη! Αλλά.. μια μέρα με Συννεφιά, θυμήθηκα πως.. στο Σύμπαν που εγώ ήξερα μέχρι τότε, ένα κι ένα κάνουν δύο. Και άρα, δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπήρχε να κόψεις στη μέση το άθροισμα του ένα κι ένα και να πάρεις δυο μονάδες. Απλά μαθηματικά.

Ε, λοιπόν, ανακάλυψα, κάπως επώδυνα, πως, εκεί που βρισκόμουν, αυτή η πράξη δίνει.. δυο μισά. Κι επίσης... αν το κάνεις, σταματάει ο κόσμος να είναι στη θέση του, χαλάει η συμπαντική τάξη, πώς το λένε;

Και καθώς προσπαθούσα να βρω κάτι να κρατηθώ σ' έναν κόσμο που είχε χάσει το σχήμα του (γιατί... είχε χαθεί ξαφνικά ακόμα κι αυτό το μικρό, το ελάχιστο που μου είχε δώσει τότε ο Ρενέ, για να κρατιέμαι: εγώ), θυμήθηκα μια μικρή, ψιθυριστή φρασούλα: "..., τις περισσότερες φορές..."

Μην ανησυχείς, δεν κράτησε για πολύ. Πέρασε η μπόρα. Το Σύμπαν είναι και πάλι σε τάξη. Γιατί, όπως είχε πει κι ο Ρενέ, μερικές φορές ...έχει άδικο. Και αυτό ακριβώς ήταν το δεύτερο μάθημα, το επόμενο βήμα στο συλλογισμό του:

Es ergo sum.




Monday 14 November 2011

The mirror (and no mask...)

Η απόλυτη Ειλικρίνεια. Από αυτόν δεν μπορείς να κρυφτείς και, μεταξύ μας, γιατί να το κάνεις; Τι να κρύψεις, ρε, απ' τον καθρέφτη σου; Λες και δεν ξέρει, καλύτερα κι από σένα, τι βλέπεις.

Κάθε σημάδι, μαζί με την ιστορία του. Κάθε τι που κρύβεις προσεκτικά απ' τον κόσμο. Το καλό -και το κακό- σου προφίλ, μαζί με το ανφάς που ποτέ δε συμπάθησες ιδιαίτερα -και που όλο και κάποιο σχόλιο που άκουσες κάποτε, σε μια άλλη ζωή, σ' έκανε να το αντιπαθήσεις ακόμα περισσότερο. Το φως και το σκοτάδι σου. Όλο.
Σ' έχει δει.

Με τα ρούχα που διάλεξες ειδικά για εκείνο το βράδυ.
Με τις πυτζάμες που θα έκαναν και τη μάνα σου να βάλει τα γέλια.
Γυμνή.
Με τα μάτια πασαλειμμένα απ' το κλάμα.
Όταν πρωτοφόρεσες τα σκουλαρίκια που αγόρασες σ' ένα υπαίθριο παζάρι στο Βερολίνο.
Ένα πρωί που ξύπνησες σε κακό χάλι απ' το χανγκόβερ.
Με τα λίγα ή τα περισσότερα κιλά που έχασες -και ξαναπήρες.
Μια μέρα που ένιωθες ξαφνικά τόσο όμορφη -και μιαν άλλη, που ήθελες να κρύψεις το πρόσωπό σου απ' τον κόσμο.
Ένα βράδυ που σηκώθηκες κάθιδρη απ' τους εφιάλτες -κι ένα άλλο, που κοιμόσουν ήρεμη μέχρι το πρωί.

Σ' έχει δει, στην πιο ακατέργαστη μορφή σου.
Και σέβεται τη μοναξιά σου, αλλά ..μόλις απλώνεις το χέρι σου, ένα άλλο χέρι έρχεται να το συναντήσει. Και σου ανταποδίδει το χαμόγελό σου κάθε φορά που του το χαρίζεις.

Του μιλάς... αλλά δε χρειάζονται λόγια. Σε ξέρει. Καλύτερα κι από σένα.


Friday 28 October 2011

Error 211.0

Κι εκεί που ταξιδεύεις σε μια υπέροχη, άγνωστη θάλασσα,
χτυπάει ξαφνικά η καταιγίδα. Αέρας κόντρα απ' τους λίγους.
Και ξέρεις πως η μόνη ελπίδα να σώσεις το πλοίο σου απ' τη δίνη,
είναι να βουτήξεις στη θάλασσα.
Να μην κρατηθείς απ' αυτό, να μην το βυθίσεις.
Να βρεις τη δύναμη να ταξιδέψεις χωρίς αυτό.
Μην τον φοβάσαι τον καιρό, κολύμπα μόνο.
Να σκέφτεσαι τα τρία Έψιλον, που δε βούλιαξαν.
Κι ένα Άλφα, που θα μένει μέσα σου, όπου κι αν σε βγάλει ο καιρός.


Να λοιπόν που η βολτούλα σου σ' έβγαλε ακριβώς πάνω στον Τοίχο!
Σόρρυ, τεχνικό σφάλμα...

(Κι αν αναρωτιέσαι τι πάει να πει "τεχνικό σφάλμα",
ε, μάτια μου, κάποιες, ακόμα πιο σπάνιες, φορές,
τεχνικό σφάλμα πάει να πει πως...
...απ' τα δύο έγιν' ένα κι αυτό το φως δεν δύει...)

Thursday 20 October 2011

Σκοτάδι...

...απ' αυτό που σε τυλίγει, σε αγκαλιάζει... που σε κάνει να θες να βουλιάξεις και να αφεθείς εκεί, στην παγωμένη του ηρεμία... Να κλείσεις τ' αυτιά σου στα χέρια σου και να σφαλίσεις τα μάτια, να μην ξέρεις, να μη θυμάσαι, να... λείψεις για μια στιγμή απ' τη ζωή σου...

Αλλά αυτό που σε πνίγει πιο πολύ, που κλείνει τα πνευμόνια σου και σου κόβει την ανάσα... είναι ένα γαμημένο ερώτημα: τι σκατά άνθρωπος είμαι;...

Thursday 13 October 2011

Cloudchasing

Γράψε! Γράψε! ούρλιαζε η φωνή μέσα μου. Μα... εδώ, στη μέση του πουθενά, δεν έχω τίποτα μαζί μου, ούτε χαρτί ούτε μολύβι, απάντησα. Δεν πειράζει, κράτα μέσα σου σφιχτά το πώς νιώθεις αυτή τη στιγμή, κλείστο στην ψυχή σου, και μόλις βρεις έστω ένα κομματάκι χαρτί, κάτσε και γράψε!

Οκ, θα το κάνω, υποσχέθηκα σιωπηλά

Εύκολο το 'χεις όμως ρε συ; Να μεταβολίσεις τέτοια ομορφιά; Πού στο καλό να βρεις τα λόγια για να την βγάλεις από μέσα σου και να ..θυμίζει έστω λίγο αυτό που μπήκε;

Και φτάνει κάποια στιγμή η ανάγκη σου να είναι τόση που να σε πονάει. Να σε πονάει που τα λόγια είναι φτωχά, γαμώτο, είναι μικρά, είναι λίγα για να μιλήσουν για κάτι τέτοιο. Έχει εικοσιτέσσερα μόνο γράμματα η αλφαβήτα και πώς να κλείσεις εκεί μέσα την απεραντοσύνη του κόσμου; Ψάχνεις τρόπο, αλλάζεις γλώσσα, αλλά ξάφνου όλες οι γλώσσες είναι ξένες.

Έλα γαμώτο, ξεκίνα από κάπου, ήρθε πάλι η φωνή. Πιάσου, βρες μια κλωστίτσα και τ' άλλα θα έρθουν μόνα τους. Να, ορίστε, έχεις κιόλας πίσω σου λίγες γραμμές. Συνέχισε, μην κοιτάς πίσω, αφέσου ρε! Δεν είναι λόγια, είναι μελωδία, είναι ζωγραφιά. Κι αν δεν μπορείς να μιλήσεις γι' αυτό, τραγούδα το. Ζωγράφισέ το. Τις έχεις τις μπογιές σου, ξύπνα επιτέλους. Διώξε το φόβο κι αφέσου.

Ναι, ξέρω, είναι δύσκολο. Είναι στ' αλήθεια δύσκολο να εξηγήσεις πώς είναι να κυνηγάς ένα σύννεφο, απόγευμα ψηλά σ' ένα βουνό, κι ο ήλιος να παίζει με την ψυχή σου ένα παιχνίδι που έμοιαζε να 'ναι γνωστό από πάντα κι εντελώς καινούριο την ίδια στιγμή.

Με τι λόγια να μιλήσεις για το δέος; Πως να περιγράψεις τη στιγμή που.. μίκρυνες μπροστά σ' όλο αυτό, μέχρι που έγινες μια κουκκίδα; Κι όλα γύρω σε πήραν στην αγκαλιά τους, σ' έναν άγνωστο χορό, υπέροχο, και σε μεθούσε κάθε σου ανάσα; Πώς να μιλήσεις γι' αυτό το φως, όταν και τα μάτια σου τα ίδια δεν πίστευαν αυτό που σου έλεγαν; (Έι, δεν σε γέλασαν τα μάτια σου, θυμήσου... Θυμήσου τι είπατε...)

Ναι, μπορεί και να 'χες δίκιο τελικά... Δε φτάνουν οι λέξεις, για να περιγράψεις αυτό που έζησες. Αλλά πες αλήθεια: δε νιώθεις πολύ καλύτερα τώρα;




Monday 26 September 2011

Error 263

Ξεκινάς λοιπόν για μια βολτούλα απογευματινή, κάπου στον κόσμο,
ή μάλλον σχεδόν σ' όλο τον κόσμο, και... πέφτεις πάνω στον τοίχο!
Σόρρυ, χάσατε.
Όχι ρε γαμώτο... κι είχα όρεξη για βολτούλα σήμερα!
Και τι πάει να πει δηλαδή "τεχνικό σφάλμα";



Ε, μερικές φορές, σπάνια, πολύ σπάνια..., αγαπημένε μου φίλε, 
τεχνικό σφάλμα πάει να πει ..θάλασσα. 
Ναι, ανοιχτή, γαλάζια θάλασσα. 
Πάει να πει ταξίδι, απ' αυτά που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλουν.
Αλλά... όσα κύματα κι αν έρθουν, δεν φοβάσαι.
Γιατί το πλοίο σου έχει για όνομα τρία Έψιλον. 
Γιατί ο αέρας, και κόντρα ακόμα, είναι φίλος σου. 

Κάποιες, πολύ πολύ σπάνιες, φορές, τεχνικό σφάλμα πάει να πει πως...
...απ' τα δύο έγιν' ένα. Κι από το ένα, φως.

Sunday 18 September 2011

Lost... and found again...

Σήμερα χάθηκε κάτι. Κάτι παλιό, αγαπημένο, πολύτιμο...

Από εκείνα τα πράγματα που... θυμάσαι να ήταν πάντα εκεί, ακόμα κι όταν δεν τα έβλεπες, ήξερες πως είναι στη θέση τους, ασφαλή. Κι όσο ήταν εκείνα ασφαλή, ήταν μαζί κι ο κόσμος, όπως τον είχες ζωγραφίσει κάποτε στην καρδιά σου, όταν πρωτοδιάλεγες τα πινέλα και την παλέτα σου. Όταν πρωτογέμιζε η ψυχή σου με μουσικές. Όταν πρωτοταξίδευες σε κόσμους άγνωστους, καινούριους, κι έφτιαχνες με τις εικόνες τους τον δικό σου, τον κατάδικό σου, μικρό κόσμο.

Ήταν κάποτε όλη η μαγεία της ζωής σου αυτά τα λίγα πραγματάκια. Έκλειναν μέσα τους όλα τα όνειρα που σε περίμεναν να τα ζήσεις. Όλο το φως και το σκοτάδι της ψυχής σου, στην πιο αγνή μορφή του. 

Σου είχαν εξηγήσει πως requiem σημαίνει "ανάπαυση" και πως πρόκειται για νεκρώσιμη ακολουθία. Αλλά, μ' ένα ανεξήγητο πείσμα, -κι όπως πάντα, κόντρα στον πατέρα σου, που το θεωρούσε ..γρουσουζιά ν' ακούς κάθε Κυριακή, με το που ξύπναγες, κάτι που έχει γραφτεί για να ξεπροβοδίζει όσους φεύγουν μια και καλή από 'δω- κάθε που σηκωνόσουν κυριακάτικα απ' το κρεβάτι, έτρεχες στο στερεοφωνικό, άνοιγες ευλαβικά το κουτί απ' το σιντί, έβγαζες προσεκτικά το βιβλιαράκι, και.. καθόσουν λοξά στην πολυθρόνα (απ' τα λίγα πράγματα που εκνεύριζαν τη μητέρα σου, γιατί... θα χαλάσεις το ξύλο, κοίτα πώς το 'χεις κάνει!), χαζεύοντας μαγνητισμένη την εικόνα του εξωφύλλου, με μιαν αχόρταγη ανάγκη να βγάλεις φτερά, σαν κι αυτά που είχε ο Άγγελος στη φωτογραφία, και να πετάξεις, όπως θα πετούσε κι εκείνος τώρα δα! (αν μόνο δεν ήταν μαρμάρινος)... Ναι, μπορεί να είχε γραφτεί για το θάνατο τούτη η μουσική, αλλά.. εσύ εκείνες τις στιγμές ένιωθες πιο ζωντανή από ποτέ! 

[Λίγο αργότερα θα μάθαινες πως... παρόμοια συναισθήματα γεννούν και μερικές άλλες πολύτιμες στιγμές, όπως όταν πρωτοερωτεύεσαι, όταν ξυπνάς το πρωί σε μια αγαπημένη αγκαλιά, όταν έχεις μεθύσει λίγο, όσο ακριβώς χρειάζεται, όταν χώνεις τη μύτη σου σε μια κούπα φρέσκο γαλλικό καφέ, που έχει φτιάξει κάποιος άλλος, μόνο για σένα. Ή όταν μένεις επιτέλους μόνη, όταν κλείνει η πόρτα κι είσαι ...σπίτι, όταν περπατάς χαμογελώντας προς τη δουλειά, περνώντας από μέρη αγαπημένα. Όταν ακουμπάς στην κουπαστή με το θαλασσινό αεράκι να σε χαιδεύει. Όταν βουτάς σε καθαρά, παγωμένα νερά. Όταν κάνεις έρωτα με κάποιον που αγαπάς. Αλλά αυτά θα έρχονταν αργότερα.]

Κι ήταν έτσι τούτη η μουσική, που είχε γραφτεί για να συνοδεύει το θάνατο, απ' τα πιο φωτεινά βέλη που είχες στη φαρέτρα σου. Μαζί με μερικά βιβλία, τις σελίδες όπου έγραφες ό,τι σου ερχόταν στο μυαλό όταν κλεινόσουν στο δωμάτιό σου για να αναπνεύσεις ελεύθερα, και μερικές ακόμα μουσικές... Ήταν πηχτό το σκοτάδι ώρες ώρες, αλλά.. μ' αυτά τα βέλη το 'σκιζες, άνοιγες μικρές μικρές τρυπίτσες, να μπει το φως. Κι όσο ήξερες πως όλα ήταν εκεί, ο κόσμος (σου) ήταν στη θέση του, ασφαλής. 

Και τα χρόνια περνούσαν, με τη μυστική σου φαρέτρα κάπου καλά φυλαγμένη όσο εσύ ταξίδευες μακριά. Ώσπου... γύρισες κάποια στιγμή σπίτι και τη ζήτησες. Θέλησες να ξανακούσεις αυτή τη μουσική, τώρα που κάθε τι ξένο το 'χες πετάξει από πάνω σου. Ναι, είχε έρθει η ώρα ..να δεις πώς θα 'ναι να τ' ακούς και να μην πρέπει να ξορκίσεις το σκοτάδι.

Αλλά η κρυψώνα ήταν άδεια. Πού πήγε ο Άγγελός σου; Πού πήγε η μουσική; Πού πήγαν όλα; Πώς γίνεται να μην είναι εκεί; Και τι θα απογίνει ο κόσμος σου, αν αυτά λείπουν; (Σου έχουν τραβήξει ποτέ τα σωθικά με τα χέρια, να στα ξεριζώσουν; Αν στα είχαν τραβήξει, δεν θα με διάβαζες αυτή τη στιγμή. Αλλά προσπάθησε τουλάχιστον να φανταστείς πώς θα ήταν.)

[Μια αιωνιότητα αργότερα, χτυπάει το τηλέφωνο. "Αγάπη μου, κάτω από το γραφείο σου κοίταξες; Έχει κι εκεί σιντί." Όχι, δεν είχες κοιτάξει, παραδέξου το.]

Ο κόσμος ήρθε στη θέση του. Κι εσύ, Σάββατο βράδυ αυτή τη φορά, κάθεσαι σ' ένα άλλο σπίτι, το δικό σου, με μια μπύρα στο χέρι, ν' ακούσεις επιτέλους μια μουσική που μπορεί όλοι οι άλλοι να την έχουν συνδέσει με ένα σκοτάδι που δεν τελειώνει, αλλά.... (Άστους, ρε, τι σε νοιάζει; Εσύ θα τους μάθεις πώς μετουσιώνεται το σκοτάδι σε φως; Όχι, αγάπη μου, όποιος θέλει ας το καταλάβει χωρίς εξηγήσεις. Αρκετά εξήγησες. Τώρα άκου. Κλείσε τα μάτια κι άκου...)

Κι έτσι η Γη γυρίζει και πάλι... Ξημέρωμα Κυριακής...

Tuesday 30 August 2011

Clarity


There come a few, rare times, when it’s not air you breathe, but life itself, making your lungs want to burst. They are moments, only brief little moments.. When you find yourself wondering if it’s a dream –but in dreams it is your own mind re-creating what you’ve seen of the world, while this… this you could never imagine existed. 

So it has to be real. Everything has to be real: Swimming in the deep blue sea, while a bright summer sun burns your face.. Letting the air up on the mountains carry you with it, alongside that single bird you scared off its tree.. Standing mesmerized in front of a fiery sunset over a city made of small gleaming diamonds.. Looking at a sky so filled with stars that it can’t hold them all - so they start falling, one by one… (and you try to think of a wish, but, what more can you wish for than.. this?). 

A few, precious seconds, where all shades of grey fade… as if they never existed. And you, standing in the middle of it all, breathing in each little wonder, realize that you can either have roots… or wings, but you can't have both…  And, with this knowledge, you fly…

Yes…, in these moments you are exactly where you are supposed to be. Doing exactly what you were born to do: living! ...





A few times in my life, I've had moments of absolute clarity, when for a few brief seconds the silence drowns out the noise and I can feel rather than think, and things seem so sharp and the world seems so fresh. I can never make these moments last. I cling to them, but like everything, they fade. I have lived my life on these moments. They pull me back to the present, and I realize that everything is exactly the way it was meant to be…

(A Single Man)

Thursday 9 June 2011

Ένα καλά κρυμμένο αχ

Έχεις προσέξει αλήθεια ποτέ πως το Άρωμα και το Χρώμα διαφέρουν μόνο κατά ένα γράμμα; (Τώρα ξέρω ότι σκέφτεσαι πως και η ..βρώμα έχει ακριβώς το ίδιο χαρακτηριστικό, αλλά σταμάτα να με διακόπτεις κι άκου!) Ε, και; Και τι μ' αυτό; θα με ρωτήσεις. Τίποτα, έτσι μου 'ρθε.

Αλλά μετά μου 'ρθε κι αυτό: πως έχουν κι άλλο ένα κοινό οι δυο λεξούλες, πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό...

Πάνε και κρύβονται σ' ένα μέρος του μυαλού -ή ..μήπως δεν είναι καν εκεί;...- από όπου είναι σχεδόν αδύνατον να τα ανασύρεις. Για προσπάθησε να θυμηθείς ακριβώς πώς μύριζε ..το πρώτο κέικ που σου πέτυχε ποτέ, εκείνη τη στιγμή που έβγαινε από το φούρνο κι εσύ χοροπηδούσες από ενθουσιασμό, ή ..τι χρώμα είχε το Μπούρτζι στη Σκιάθο, όταν έπεφτε ο ήλιος εκείνο το απόγευμα, πριν 10 χρόνια... Όχι όχι, μην κλέβεις! Μην ψάξεις να βρεις πού στο καλό τις έχεις τις καταραμένες τις φωτογραφίες. (Εξάλλου... ποιος σου είπε πως κι αυτές λένε την αλήθεια;... Για σκέψου... Είναι το ίδιο χρώμα αυτό που σου δείχνουν οι πολύτιμες φωτογραφιες σου μ' αυτό που εκείνη την ώρα ρουφούσες με όλη σου την ψυχή, να μην το ξεχάσεις ποτέ; Xα.. Bλέπεις;...).

Τώρα μου απογοητεύτηκες... Πως όλη η προσπάθεια να κρατήσεις μέσα σου, και να μην τ' αφήσεις ποτέ χρώματα κι αρώματα να ξεθωριάσουν, έχει πάει άκλαυτη, σου έχουν γλιστρήσει σαν την άμμο μέσα απ' τα δάχτυλα.. Αχ, μη μου βιάζεσαι, όχι: όχι μόνο δεν έχουν χαθεί, αλλά αυτές οι δυο άτιμες λέξεις, που μονάχα ένα γραμματάκι τις ξεχωρίζει, όταν κάνουν τον κόπο και μπουν μέσα μας, δε βγαίνουν με τίποτα. Πρόσεξες καθόλου τι έγραφε πιο πάνω ή τζάμπα τα λέω; Αδύνατον να τα ανασύρεις. Αυτό όμως δε σημαίνει, γλυκέ μου φίλε, πως δεν ξεπετιούνται από εκεί μέσα, όσο βαθιά και να έχουν χωθεί, με το έτσι θέλω, όποτε τους έρθει, τόσο απλά και ξαφνικά.

Κι εσύ

...μένεις εκεί, κοκκαλωμένος, να προσπαθείς να καταλάβεις από πού ήρθε αυτή η μυρωδιά που σε γύρισε στην κουζίνα της μαμάς σου, όταν έφτιαχνε το αγαπημένο σου φαγητό. Τότε που πήγαινες και τη ρωτούσες συνέχεια αν αργεί ακόμα το φαΐ, και σου δινε ένα φιλί, όχι μάτια μου, σε λίγο τρώμε.

...εκεί που δουλεύεις, κι είσαι μές στα νεύρα στο γραφείο, βρίσκεσαι στην αγκαλιά της πρώτης σου αγάπης, τις στιγμές λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος, πόσο σ' άρεσε αυτή η μυρωδιά, θυμάσαι; (Και βέβαια θυμάσαι... τι ρωτάω.. κι ας σου εξηγήσει κάποιος πώς, διάολε, σου ήρθε τώρα αυτό! Δεν είναι ώρα για ονειροπολήσεις! ..Ή μήπως είναι;..)

...κοιτάς ξαφνικά κατά πάνω και βλέπεις μια φευγαλέα αντανάκλαση σ' ένα τζάμι, και βρίσκεσαι ξανα εκεί, στο σπίτι των φοιτητικών σου χρόνων, όταν έπεφτε το φως στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα ένα πολύ συγκεκριμένο μαγιάτικο απόγευμα. Ναι... αυτό ακριβώς το χρώμα είχε... Τότε που χαμογελούσες, γιατί τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό από εκείνη τη στιγμή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όλα τ' άλλα κι όλοι οι άλλοι μπορούσαν να πάνε να κόψουν το λαιμό τους.

 ...βρίσκεσαι για ένα κουτσουρεμένο δευτερόλεπτο να κοιτάς την κοπέλα που περνάει μ' αυτό το τυρκουαζ μαντίλι στα μαλλιά και ν' αναρωτιέσαι πού στο καλό το χεις ξαναδει αυτό ακριβώς το χρώμα: και το δευτερόλεπτο φεύγει κι αφήνει πίσω του πεντακάθαρα ένα βραχιολάκι που φορούσες στο πόδι και που έχεις χάσει κάτι χρόνια... (έχασες; για θυμήσου καλύτερα... μήπως στην πραγματικότητα το ξ-έχασες, έτσι, σαν τελευταίο δώρο, για να μείνει πίσω κάτι από σένα, εκεί που πριν ήσουν εσύ; Και τι ν' απόγινε άραγε;..)

Απ' όλα τα πράγματα που στοιβάχτηκαν ποτέ στο κεφαλάκι σου, χρώματα κι αρώματα έχουν μπει εκεί μέσα για τα καλά... να αντιστέκονται στο χρόνο, να κουβαλάνε και να σου θυμίζουν την αλήθεια σου, έτσι, ύπουλα ύπουλα, όποτε αυτά το αποφασίζουν.  Σ' αρέσει δε σ' αρέσει (αλλά... κατά βάθος σ' αρέσει, έτσι δεν είναι;). Να σου θυμίζουν τις στιγμές που σε όρισαν.

(Αλλά, έι, μην μπεις καν στον κόπο να τις ψάξεις από μόνος σου αυτές τις στιγμές: όπως με όλα τα πράγματα που κρύβουν έστω ένα κομματάκι ουσία μέσα τους, you don't find them, they find you.)

Sunday 29 May 2011

authentic swings...

Το σκηνικό είναι ένας αγώνας γκολφ. Ο πιο σημαντικός της ζωής σου. Κάποια στιγμή, το μπαλάκι αφήνει το τερραίν και καταλήγει βαθιά μέσα στο δάσος. Αν θες να συνεχίσεις, ΠΡΕΠΕΙ να το βγάλεις απο κει. Οι επιλογές σου: ή σκύβεις το κεφάλι και φεύγεις ηττημένος ή κοιτάς το αδύνατο στα μάτια, του γελάς ειρωνικά και το χτυπάς κατά πρόσωπο ... 

-What I'm talking about is a game... ...a game that can't be won... ...only played.

- You don't understand.

-I don't need to understand. Ain't a soul who ain't got a burden to carry he don't understand. You ain't alone in that. But you've been carrying this one long enough. Time to go on, lay it down.

-I don't know how.

-You got a choice. You can stop... ...or you could start.

- Start?

- Walking.

- Where?

-Back to where you've been and then stand there. Still. Real still, and remember.

- It was too long ago.

- No, sir, it was just a moment ago. Time to come on out the shadows, Junuh. Time for you to choose.

- I can't.

- You can. You ain't alone. I'm right here with you. I've been here all along. Now play the game. Your game. The one that only you was meant to play. The one given to you when you was born. You ready? Come on, take your stance. Strike that ball, Junuh. Don't hold nothing back. Now's the time. Let yourself remember. Remember your swing. That's right, Junuh. Settle yourself, that's good. Now is the time, Junuh.
(The Legend of Bagger Vance)



 Σ όλη μας τη ζωή φοβόμαστε αυτή τη βολή. Τη μία και μοναδική βολή που είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να πετύχει. Να μη χρειαστεί να χτυπήσουμε το μπαλάκι μέσα από το δάσος... Κι ομως είναι αυτό που μας δόθηκε. Στο χέρι μας είναι να τα παρατήσουμε ή να συνεχίσουμε το παιχνίδι. Το μόνο παιχνίδι που γεννηθήκαμε ξέροντας πώς παίζεται...Νικητές και νικημένοι δεν υπάρχουν... υπάρχουν μόνον όσοι παίζουν κι όσοι φοβούνται. The game can't be won... ...only played. 

denya, 2007

Sunday 1 May 2011

You cannot rest from travel...


            Πόσα χρόνια να 'χουν περάσει;.. Το κοριτσάκι έμπαινε για μία ακόμα φορά στο αεροπλάνο για να φύγει κάπου μακριά -και να επιστρέψει μερικές μέρες αργότερα.
Μόνο που αυτή τη φορά στο ταξίδι ήταν μόνο του. Και το ταξίδι ήταν μακρινό. Πολύ. Και το κοριτσάκι φοβόταν λίγο.

Τελικά δεν έπαθε τίποτα. Και λίγες μέρες μετά, επιστρέφοντας, είχε στην τσάντα της ένα δώρο. Θα του το χάριζε. Κι εκείνος θα της χάριζε ένα χαμόγελο. (έκανε συλλογή από τα χαμόγελά του.. πρέπει να είχε μαζέψει αρκετά μέχρι τότε...  μερικά βρίσκονται ακόμα σ' έναν κιτρινισμένο φάκελο στο συρτάρι της.. αλλά τώρα μιλάμε για εκείνα τα πρώτα χαμόγελα, κι από αυτά κανένα δεν έχει σωθεί, ήταν τα πρώτα που φρόντισε να πετάξει...)
Το δώρο του τον περίμενε την επόμενη μέρα. Το κοριτσάκι δεν έπεσε έξω. Πραγματι, πρόσθεσε ένα ακόμα χαμόγελο στη συλλογή της. Κι ένα φιλί. Αυτό κι αν ηταν σπάνιο απόκτημα! Το έβαλε σε μία θήκη από γυαλί και το στόλισε.

Τέλοσπάντων, το κοριτσάκι άδικα χάρηκε. γιατί μετά από τα δύο μαζεμένα δώρα που της εκανε, εκείνος χάθηκε. Σαν να μην υπήρχε. Δηλαδή υπήρχε, ήταν εκεί μπροστά της κάθε μέρα. Αλλα σαν να είχε ξεθωριάσει.. Όχι εκείνος. Το κοριτσάκι. Ξαφνικά είχε γίνει αόρατο. Το έβλεπαν ολοι. Αλλα για εκείνον είχε ξεθωριάσει... και πέρασαν έτσι μήνες πολλοί.

Ώσπου μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο. Καλημέρα. Μα καλά, ήταν δυνατόν; Τόσον καιρό απλώς είχε ξεθωριάσει και τώρα της έλεγε καλημέρα; Όχι δεν μπορεί, ήταν η φαντασία της. Ε, λοιπόν δεν ήταν! Ήταν όντως εκείνος, που είχε επιστρέψει (όλοι τότε νόμιζαν ότι είχε μόλις φύγει... αλλά το μυστικό που δεν έμαθαν ποτέ -τώρα νομίζω ότι μπορώ να το αποκαλύψω- ήταν ότι στην πραγματικότητα τότε επέστρεψε). Και την επιστροφή εκείνη ακολούθησαν άλλες πολλές. Το κοριτσάκι συνέχιζε τη συλλογή από χαμόγελα. Κι αυτή μεγάλωνε.

Μόνο που.. μετά από πολύ καιρό (που στο μεταξύ τα χαμόγελα είχαν αποκτήσει για παρέα αναμνήσεις, μουσικές, υποσχέσεις, λίγα δάκρυα χαράς -λίγα όμως- και μερικές σελίδες που έφτασαν από μακριά) το κοριτσάκι τρόμαξε. Και μία μέρα αποφάσισε να φύγει. Πιο μακριά από κάθε άλλο ταξίδι που είχε κάνει μέχρι τότε. Εκείνος της ζήτησε να πάει μαζί της, να τη φυλάει, τόσον καιρό πια είχε μάθει να το κάνει, ήθελε να την προσέχει. Αλλά το κοριτσάκι αρνήθηκε ευγενικα. Κι έφυγε.

Ώσπου κάποια στιγμή, όπως ταξίδευε, άνοιξε ενα μικρό ξεχασμένο πορτάκι και πετάχτηκε έξω μια παλιά συλλογή από χαμόγελα. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω, να τον βρει. Ναι, τον βρήκε, εκεί που την περίμενε πάντα. Εκεί που της είχε πει πως θα περιμένει... Και τότε, για μία μόνο στιγμή είδε στα μάτια του κάτι που δεν είχε ξαναδει ποτέ της. Όχι δεν μπορεί. Κάποιο λάθος είχε γίνει. Όχι όχι. Μα.. ήταν απλώς ένα κοριτσάκι. Δεν μπορούσε να της ζητά κάτι τέτοιο. Μα.. αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε πια να πηγαίνει ταξίδια. Και το κοριτσάκι ήταν φτιαγμένο να ταξιδεύει. Δεν μπορούσε να μείνει για πάντα σε ένα μόνο μέρος. Όποιο κι αν ήταν αυτό το μέρος. Και τότε απέκτησε ένα τελευταίο κομμάτι για τη συλλογή της. Ένα δάκρυ. (αυτό το δάκρυ πήγε και κρύφτηκε βαθιά μέσα στο μυαλό της, σ ένα δωματιάκι χωριστά από τα άλλα του δώρα. πιο μακριά, πιο βαθιά, και το κοριτσάκι ξέχασε κάποτε ότι υπάρχει.). Το τελευταίο του δώρο.

Κι από τότε, το κοριτσάκι ταξιδεύει. Ακόμα. Α, και δεν είναι πια κοριτσάκι (ή μάλλον οι άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι... και εκείνο δεν τους λέει τίποτα, τους αφήνει να πιστεύουν ό,τι θέλουν. είναι πολύ βολική η μεταμφίεση.).
Ό,τι έχει απομείνει από τη συλλογή, το έχει ακόμη σ' ένα συρτάρι, να ανασύρει πού και πού κάνα χαμόγελο, όταν έξω σκοτεινιάζει.
Και τώρα πια ξέρει.. αυτό που τότε δεν μπορούσε να βάλει σε λέξεις...
Το πλοίο μπορεί να είναι ασφαλές στο λιμάνι, αλλά δε φτιάχτηκε για να μένει εκεί...

Wednesday 27 April 2011

something old...

"Πώς καταφέρνεις να αντέξεις τη νύχτα?", ρωτούσε ξανα και ξανα τον εαυτό της...

Ο χειμώνας δεν έμοιαζε να το έχει πάρει απόφαση να την κανει γι' αλλα μέρη... Όχι, κρύο δεν έκανε. Όμως όλα έμοιαζαν παγωμένα. Σαν κάποιος να είχε ρουφήξει όλη τη ζωή από μέσα τους.... Σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει βίαια.

Δεν περνούσαν οι ωρες τη νύχτα...Αρνούνταν πεισματικά να της κάνουν το χατίρι...

Αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Βγήκε από το σπίτι. Είχε πολύ ανάγκη μία βόλτα. Πού; Δεν έχει σημασία. Μέχρι τ' αστέρια θα ήταν καλά. Αλλά είχε ξεχάσει πώς φτάνει κανείς μέχρι εκεί... Αλήθεια πόσος καιρός να είχε περάσει από την τελευταία φορά; ούτε αυτό δε θυμόταν..

Αφού να πετάξει δεν μπορούσε πια, έπρεπε αναγκαστικά να περπατήσει. Αλλά σιχαινόταν το περπάτημα. Την έκανε να νιώθει κολλημένη στη γη.  Αλλά τι να κάνουμε... είπαμε, δεν είχε ακριβώς επιλογή.

Περπάτησε πολύ, διέσχισε δρόμους, πλατείες, σταυροδρόμια, χρόνια, αναμνήσεις, σκέψεις....Τα κοίταζε από μακριά και συνέχιζε την πορεία της. Κάπου κάπου κοντοστεκόταν. Ίσα για να νιώσει τον αέρα να της χαιδευει το πρόσωπο. Μετά συνέχιζε... Κι όλα έμοιαζαν τόσο παγωμένα...
(Τι χειμώνας κι αυτός! Είχε εγκατασταθεί για τα καλά, η άνοιξη χτυπουσε την πόρτα και κανείς δεν της άνοιγε. Κανείς δεν την άκουγε. )

Κάποια στιγμή, είδε κάπου μακριά μία λάμψη. Τι να ήταν αυτό; Αφού όλα ήταν παγωμένα. Δεν μπορεί να υπήρχε οτιδήποτε λαμπερο σ αυτόν τον κόσμο. Άλλωστε ήταν νυχτα. Τίποτα δεν μπορούσε να τη φωτίσει. (Μέχρι τώρα.)
Και περπάτησε προς τα εκεί, να δει τι ήταν αυτό που φαινόταν τόσο φωτεινό. Σταματησε ν ασχολείται με όλα τα υπόλοιπα που περνούσαν από μπροστά της και προσηλώθηκε στο φως. Κοιτούσε μόνο αυτό. Τίποτα άλλο. Και το πλησίαζε. Προσπαθούσε ακόμα να διακρίνει τι ακριβώς είναι... και πλησίαζε όλο και περισσότερο... Επιτέλους, κάτι ζωντανό σ αυτόν τον ατελείωτο χειμώνα! Τι να ήταν όμως;
Τώρα περπατούσε πιο γρήγορα. Ήθελε να το δει, να το αγγίξει! Δεν άντεχε την αναμονή...Είχε σχεδόν φτάσει!

Άνοιξε τα μάτια.. Πού πήγε το φως; Όλα πάλι σκοτεινά. Μα πώς μπόρεσε ποτέ να πιστεψει ότι ήταν αληθινό; Ένα όνειρο ήταν, κι αυτό και η βόλτα και όλα..
Μόνον ο χειμώνας ήταν πραγματικός. Και δεν έλεγε να περάσει. Ούτε αυτός ούτε κι οι ώρες....

Πώς καταφέρνεις να αντέξεις τη νύχτα?

Monday 21 February 2011

(does every post have to have a title?)

There is a sweet melancholy about sunday afternoons. The kind that makes you gaze out the window as if looking at something -when in fact your eyes are turned inwards. The music is playing, you hold a cup of coffee and, all of a sudden, there they are...all sorts of memories. No use fighting them off. So you go with the flow, curious where this journey will take you. It usually revolves around all the things that went wrong, the happy moments that could have been, the possibilities that never became reality, the dreams that turned to nightmares...

I've spent many sunday afternoons like that. Each and every one has been unique in its own way. I cherish them as a part of who I am -my very own necklace of small depressive pearls.

Today was different, though. The usual memories came, in all their colored glory. Yet in a completely new dimension. Through the sadness rose a smile. Suddenly, I realized. There is always a reason to be sad- but, if you look hard enough, and this is the tough part, you will find many reasons to be happy.
The first snow after weeks.... Being alone when you want to be alone... The smell of hot coffee... Your favorite song coincidentally playing on the radio.. Small things, things we have elaborately learned to ignore... and the list goes on forever...

The bad side of reality is very easy to look at. We hardly ever miss it. But, while we spend our time observing all that is or has been wrong with our life, there are a thousand little presents today has in store for us; all we have to do is open our arms and accept them. And the best part is... who knows what presents tomorrow will bring?

Wednesday 9 February 2011

The whole universe in a glass of wine

A poet once said, "The whole universe is in a glass of wine." We will probably never know in what sense he meant that, for poets do not write to be understood. But it is true that if we look at a glass of wine closely enough we see the entire universe. There are the things of physics: the twisting liquid which evaporates depending on the wind and weather, the reflections in the glass, and our imagination adds the atoms. The glass is a distillation of the Earth's rocks, and in its composition we see the secrets of the universe's age, and the evolution of stars. What strange arrays of chemicals are in the wine? How did they come to be? There are the ferments, the enzymes, the substrates, and the products. There in wine is found the great generalization: all life is fermentation. Nobody can discover the chemistry of wine without discovering, as did Louis Pasteur, the cause of much disease. How vivid is the claret, pressing its existence into the consciousness that watches it! If our small minds, for some convenience, divide this glass of wine, this universe, into parts — physics, biology, geology, astronomy, psychology, and so on — remember that Nature does not know it! So let us put it all back together, not forgetting ultimately what it is for. Let it give us one more final pleasure: drink it and forget it all!
- Richard Feynman

Monday 7 February 2011

All that is gold does not glitter

Το να δεις την ομορφιά δεν είναι δύσκολο. Το δύσκολο είναι να τη εντοπίσεις εκεί που δεν μπορούν να τη δουν οι άλλοι. Να βρίσκεις μικρα κομμάτια της μέσα στο κάθε τι. Να την αφήνεις να σε αγγίξει.
Παντού υπάρχει κάτι όμορφο -αρκεί να μπορείς να το διακρίνεις. Μάθε να μην αρκείσαι στα αυτονόητα - αυτά είναι για όλους. Όμως η ομορφιά που μόνο εσύ μπορείς να δεις... αυτή θ' ανήκει πάντα και μόνο σε σένα...και θα σου κλείνει πονηρά το μάτι όταν οι άλλοι θα κοιτάζουν απορημένοι ;)

Wednesday 2 February 2011

The Balrog is dead...

...I threw down my enemy, and he fell from the high place and broke the mountain-side where he smote it in his ruin.
Then... darkness took me; and I strayed out of thought and time, and I wandered far on roads that I will not tell...
(The Lord of the Rings, The Two Towers)
You did it. You fought off your nemesis. You gave it all - and were victorious. Everyone marvels at the victory - yet no one ever wonders what it costs. 
It is then, right after the moment of defeating your innermost fear, that darkness surrounds you. It is you and you alone, left there to... I don't want to say die, but it's as close as it gets. Exhaustion, uncertainty, a feeling of nothingness. You used to dream about this moment, your triumph, and now that it has come, well.. it's nothing like you imagined. You have not transformed into some superhero or even a slightly better version of yourself. On the contrary: you don't have the slightest bit of energy left.
So you just lie there, helpless. Until the nightmares come - to take you down the roads of darkness. Into the inner depths of what you are, of what you have been. Nightmares unknown till now, they speak the truth, though in a language you don't understand -yet. Don't resist, just follow them: for it is not the victory you won that will give you back the self you so longed for. It is this journey through the ruins of your soul that will do it -after utterly destroying you. The fight and many other fights before this one have taken their toll on you. Now, as you unconsciously wander through your pieces, is the time to cut off everything that cannot be healed. Some parts of you are so corrupted and withered that can no longer be saved - no matter how much it hurts, you have to let go. You must ignore the demons and temptations that  inevitably appear after each turn of the road, offering you replacements for the parts you 're leaving behind. They are but  illusions -usually disguised as someone dear... Don't give in. Just wander on, throwing away everything that holds you back. It is not a pleasant journey, yet it is a journey you must take.  
And so you stray out of time... for what feels like a thousand years....
...You are right. This does not feel right. This does not feel like you anymore.  You feel... estranged.. You are right. This is not you. At least not what you were before the great victory that brought you here. But this is how it is supposed to go. You let yourself get lost - to be found again. And when you rise - rid of all that's been keeping you a prisoner for all this time - you are transformed. Remember the gray wizard with sympathy and understanding. It is who you have been for so long. But he has sacrificed himself to save you. It is the white wizard you are now.  
'Yes.. that was the name. I was Gandalf.' 

Saturday 22 January 2011

Of past and future break-ups

Breaking up is like waking up after a nightful of hard drinking. "What was it again that hit me?",  "Where am I exactly?", "How long have I been out?", "Can I stay in bed and die today?? Pretty please?"

No worries, it's only natural:
You got overexcited - looked a tad too deep into the glass (glass = random guy who happened to be right there at the wrong moment, looking exactly like the goddamn solution to your problems - so you started a relationship) and lost yourself in it. No need to be bitter about it. Sh*t happens. Wanna know how exactly? Well, here it is:

At the beginning of the evening you 're feeling quite reserved: "this time I have to be more careful than the last time, I won't have more than a beer or two". You ask all of your friends to remind you that this time you are not drinking no matter what.

Then you have your one or two beers (conveniently pretending not to hear your friends' subtle hints that you *might* be sipping them a bit too fast) and realize you start feeling quite comfortable. It's getting warm and fuzzy... things like "Did someone turn on the heating?" or "We’re actually having quite a nice time..." come out of your mouth…

(An hour later) “Oh well, a tiny tequila shot never ACTUALLY harmed anyone, did it?“: So you let yourself indulge - many times over. You like this feeling of slight dizziness: you are where you should be. It feels like home. Your friends are desperately trying to get through to what's left of your sobriety - but no use. You are where you should be... (rrrrrighto - we'll get  back to that later...)

(Four hours later) "This stuff is reaaally gooood": The more you drink, the happier you get. Or at least that's what your dying brain cells are telling you. Your friends have given up trying to talk you to your senses and are long gone home. There you are, laughing for no reason, having forgotten what it was you were doing here in the first place, just dancing away your troubles. Intoxication... Little do you realize that you’ve sprained an ankle on your way to the ladies' (or was it the men's room? there was a suspiciously hairy guy taking a piss in there...), lost an earring (yep, there goes mama's birthday present...), told some stranger you love them (remember that guy with the bandana and the very dirty beard? uh-huh. him. oh, and the other guy, in the men's room…so make that two strangers.), and... well, done many things you will be bitterly regretting in the morning (but it isn’t morning yet, is it?).

Booze (or was it… what’s the word… “love”?) is a great anesthetic – and so time passes, while you smilingly collect cuts and bruises, nonsense wisdom and meaningless notes-to-self, thinking this *must* be the best time of your life.

(The morning after) To avoid further embarrassment (you don't want to hear the details about how you spent the rest of last night –or was it years?), I’ll just fast forward to the waking up part. Alone, hurting, with a feeling of emptiness cutting through your chest, wondering why you did that to yourself. Well, honestly dear, ‘cause we are all prone to thinking that this time is different! No matter how hard you try, how careful you promise yourself you will be, how long you stay away from bad habits like being romantic-optimistic-(take your pick), there is always a fresh tequila shot waiting for you ‘round the corner, ready to trick you into thinking “this is it”. So you spend the morning in bed, fighting off a feeling of nausea and a bad headache, trying to reach for the phone or at least for some painkillers (sorry to break it to you: you used them all up during the last break-up… *cough* …hangover). You finally get to the phone, and, a few moments later, the rescue squad arrives with a handful of painkillers and a truckload of hugs (if you‘re lucky, there are even no I-told-you-so’s…). And after you cry your eyes out and analyze all ifs and what-ifs, you fall asleep in their embrace, thinking that this hole in your head, and, most importantly, your chest, will never heal.

(The morning after that – figuratively speaking, don’t fool yourself..) Well, surprise, surprise! It’s a new day! The headache is gone, your sprained ankle is almost ready to try some new steps and your hurt little self (or what’s left of it) is starting to stretch arms and legs. “Is this the sun shining outside?” –yes, it is, and it’s not just a new day, it’s a whole new world. So get out of bed, put on some music (not just any music... does "La la la la la-la-la-la" ring a bell? yeah: The Passenger...) and say hello to your new life. You’re sober, fresh and ready for new adventures. But, please, this time, try ice-skating instead. You‘ll still hurt that ankle, but it will spare you the rest… oh, and don’t forget to thank your personal rescue squad. They so deserve it – being there after each and every time you decide to get drunk, putting up with who you really are, always keeping a smile in store for you.

One last thing: Don’t fool yourself. You will get to drink again. No doubt. Just don’t rush into it, it doesn’t have to be today, not even tomorrow. There’s some repairing to do from the last time (at some point, this ankle will need a cast). Take your time; there are so many things to do out there, just as fun, just as intoxicating, but nowhere near that dangerous… Put on an “under construction” sign and try not to smile at the surprised glances when it comes off ;)

___________________
(Disclaimer 1: Any similarity to actual events or characters is purely coincidental ;) )
(Disclaimer 2: If you are currently in a relationship, don't let any of this get to you. It's just non-sense, after all ;) )