Wednesday 27 April 2011

something old...

"Πώς καταφέρνεις να αντέξεις τη νύχτα?", ρωτούσε ξανα και ξανα τον εαυτό της...

Ο χειμώνας δεν έμοιαζε να το έχει πάρει απόφαση να την κανει γι' αλλα μέρη... Όχι, κρύο δεν έκανε. Όμως όλα έμοιαζαν παγωμένα. Σαν κάποιος να είχε ρουφήξει όλη τη ζωή από μέσα τους.... Σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει βίαια.

Δεν περνούσαν οι ωρες τη νύχτα...Αρνούνταν πεισματικά να της κάνουν το χατίρι...

Αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Βγήκε από το σπίτι. Είχε πολύ ανάγκη μία βόλτα. Πού; Δεν έχει σημασία. Μέχρι τ' αστέρια θα ήταν καλά. Αλλά είχε ξεχάσει πώς φτάνει κανείς μέχρι εκεί... Αλήθεια πόσος καιρός να είχε περάσει από την τελευταία φορά; ούτε αυτό δε θυμόταν..

Αφού να πετάξει δεν μπορούσε πια, έπρεπε αναγκαστικά να περπατήσει. Αλλά σιχαινόταν το περπάτημα. Την έκανε να νιώθει κολλημένη στη γη.  Αλλά τι να κάνουμε... είπαμε, δεν είχε ακριβώς επιλογή.

Περπάτησε πολύ, διέσχισε δρόμους, πλατείες, σταυροδρόμια, χρόνια, αναμνήσεις, σκέψεις....Τα κοίταζε από μακριά και συνέχιζε την πορεία της. Κάπου κάπου κοντοστεκόταν. Ίσα για να νιώσει τον αέρα να της χαιδευει το πρόσωπο. Μετά συνέχιζε... Κι όλα έμοιαζαν τόσο παγωμένα...
(Τι χειμώνας κι αυτός! Είχε εγκατασταθεί για τα καλά, η άνοιξη χτυπουσε την πόρτα και κανείς δεν της άνοιγε. Κανείς δεν την άκουγε. )

Κάποια στιγμή, είδε κάπου μακριά μία λάμψη. Τι να ήταν αυτό; Αφού όλα ήταν παγωμένα. Δεν μπορεί να υπήρχε οτιδήποτε λαμπερο σ αυτόν τον κόσμο. Άλλωστε ήταν νυχτα. Τίποτα δεν μπορούσε να τη φωτίσει. (Μέχρι τώρα.)
Και περπάτησε προς τα εκεί, να δει τι ήταν αυτό που φαινόταν τόσο φωτεινό. Σταματησε ν ασχολείται με όλα τα υπόλοιπα που περνούσαν από μπροστά της και προσηλώθηκε στο φως. Κοιτούσε μόνο αυτό. Τίποτα άλλο. Και το πλησίαζε. Προσπαθούσε ακόμα να διακρίνει τι ακριβώς είναι... και πλησίαζε όλο και περισσότερο... Επιτέλους, κάτι ζωντανό σ αυτόν τον ατελείωτο χειμώνα! Τι να ήταν όμως;
Τώρα περπατούσε πιο γρήγορα. Ήθελε να το δει, να το αγγίξει! Δεν άντεχε την αναμονή...Είχε σχεδόν φτάσει!

Άνοιξε τα μάτια.. Πού πήγε το φως; Όλα πάλι σκοτεινά. Μα πώς μπόρεσε ποτέ να πιστεψει ότι ήταν αληθινό; Ένα όνειρο ήταν, κι αυτό και η βόλτα και όλα..
Μόνον ο χειμώνας ήταν πραγματικός. Και δεν έλεγε να περάσει. Ούτε αυτός ούτε κι οι ώρες....

Πώς καταφέρνεις να αντέξεις τη νύχτα?