Sunday 18 September 2011

Lost... and found again...

Σήμερα χάθηκε κάτι. Κάτι παλιό, αγαπημένο, πολύτιμο...

Από εκείνα τα πράγματα που... θυμάσαι να ήταν πάντα εκεί, ακόμα κι όταν δεν τα έβλεπες, ήξερες πως είναι στη θέση τους, ασφαλή. Κι όσο ήταν εκείνα ασφαλή, ήταν μαζί κι ο κόσμος, όπως τον είχες ζωγραφίσει κάποτε στην καρδιά σου, όταν πρωτοδιάλεγες τα πινέλα και την παλέτα σου. Όταν πρωτογέμιζε η ψυχή σου με μουσικές. Όταν πρωτοταξίδευες σε κόσμους άγνωστους, καινούριους, κι έφτιαχνες με τις εικόνες τους τον δικό σου, τον κατάδικό σου, μικρό κόσμο.

Ήταν κάποτε όλη η μαγεία της ζωής σου αυτά τα λίγα πραγματάκια. Έκλειναν μέσα τους όλα τα όνειρα που σε περίμεναν να τα ζήσεις. Όλο το φως και το σκοτάδι της ψυχής σου, στην πιο αγνή μορφή του. 

Σου είχαν εξηγήσει πως requiem σημαίνει "ανάπαυση" και πως πρόκειται για νεκρώσιμη ακολουθία. Αλλά, μ' ένα ανεξήγητο πείσμα, -κι όπως πάντα, κόντρα στον πατέρα σου, που το θεωρούσε ..γρουσουζιά ν' ακούς κάθε Κυριακή, με το που ξύπναγες, κάτι που έχει γραφτεί για να ξεπροβοδίζει όσους φεύγουν μια και καλή από 'δω- κάθε που σηκωνόσουν κυριακάτικα απ' το κρεβάτι, έτρεχες στο στερεοφωνικό, άνοιγες ευλαβικά το κουτί απ' το σιντί, έβγαζες προσεκτικά το βιβλιαράκι, και.. καθόσουν λοξά στην πολυθρόνα (απ' τα λίγα πράγματα που εκνεύριζαν τη μητέρα σου, γιατί... θα χαλάσεις το ξύλο, κοίτα πώς το 'χεις κάνει!), χαζεύοντας μαγνητισμένη την εικόνα του εξωφύλλου, με μιαν αχόρταγη ανάγκη να βγάλεις φτερά, σαν κι αυτά που είχε ο Άγγελος στη φωτογραφία, και να πετάξεις, όπως θα πετούσε κι εκείνος τώρα δα! (αν μόνο δεν ήταν μαρμάρινος)... Ναι, μπορεί να είχε γραφτεί για το θάνατο τούτη η μουσική, αλλά.. εσύ εκείνες τις στιγμές ένιωθες πιο ζωντανή από ποτέ! 

[Λίγο αργότερα θα μάθαινες πως... παρόμοια συναισθήματα γεννούν και μερικές άλλες πολύτιμες στιγμές, όπως όταν πρωτοερωτεύεσαι, όταν ξυπνάς το πρωί σε μια αγαπημένη αγκαλιά, όταν έχεις μεθύσει λίγο, όσο ακριβώς χρειάζεται, όταν χώνεις τη μύτη σου σε μια κούπα φρέσκο γαλλικό καφέ, που έχει φτιάξει κάποιος άλλος, μόνο για σένα. Ή όταν μένεις επιτέλους μόνη, όταν κλείνει η πόρτα κι είσαι ...σπίτι, όταν περπατάς χαμογελώντας προς τη δουλειά, περνώντας από μέρη αγαπημένα. Όταν ακουμπάς στην κουπαστή με το θαλασσινό αεράκι να σε χαιδεύει. Όταν βουτάς σε καθαρά, παγωμένα νερά. Όταν κάνεις έρωτα με κάποιον που αγαπάς. Αλλά αυτά θα έρχονταν αργότερα.]

Κι ήταν έτσι τούτη η μουσική, που είχε γραφτεί για να συνοδεύει το θάνατο, απ' τα πιο φωτεινά βέλη που είχες στη φαρέτρα σου. Μαζί με μερικά βιβλία, τις σελίδες όπου έγραφες ό,τι σου ερχόταν στο μυαλό όταν κλεινόσουν στο δωμάτιό σου για να αναπνεύσεις ελεύθερα, και μερικές ακόμα μουσικές... Ήταν πηχτό το σκοτάδι ώρες ώρες, αλλά.. μ' αυτά τα βέλη το 'σκιζες, άνοιγες μικρές μικρές τρυπίτσες, να μπει το φως. Κι όσο ήξερες πως όλα ήταν εκεί, ο κόσμος (σου) ήταν στη θέση του, ασφαλής. 

Και τα χρόνια περνούσαν, με τη μυστική σου φαρέτρα κάπου καλά φυλαγμένη όσο εσύ ταξίδευες μακριά. Ώσπου... γύρισες κάποια στιγμή σπίτι και τη ζήτησες. Θέλησες να ξανακούσεις αυτή τη μουσική, τώρα που κάθε τι ξένο το 'χες πετάξει από πάνω σου. Ναι, είχε έρθει η ώρα ..να δεις πώς θα 'ναι να τ' ακούς και να μην πρέπει να ξορκίσεις το σκοτάδι.

Αλλά η κρυψώνα ήταν άδεια. Πού πήγε ο Άγγελός σου; Πού πήγε η μουσική; Πού πήγαν όλα; Πώς γίνεται να μην είναι εκεί; Και τι θα απογίνει ο κόσμος σου, αν αυτά λείπουν; (Σου έχουν τραβήξει ποτέ τα σωθικά με τα χέρια, να στα ξεριζώσουν; Αν στα είχαν τραβήξει, δεν θα με διάβαζες αυτή τη στιγμή. Αλλά προσπάθησε τουλάχιστον να φανταστείς πώς θα ήταν.)

[Μια αιωνιότητα αργότερα, χτυπάει το τηλέφωνο. "Αγάπη μου, κάτω από το γραφείο σου κοίταξες; Έχει κι εκεί σιντί." Όχι, δεν είχες κοιτάξει, παραδέξου το.]

Ο κόσμος ήρθε στη θέση του. Κι εσύ, Σάββατο βράδυ αυτή τη φορά, κάθεσαι σ' ένα άλλο σπίτι, το δικό σου, με μια μπύρα στο χέρι, ν' ακούσεις επιτέλους μια μουσική που μπορεί όλοι οι άλλοι να την έχουν συνδέσει με ένα σκοτάδι που δεν τελειώνει, αλλά.... (Άστους, ρε, τι σε νοιάζει; Εσύ θα τους μάθεις πώς μετουσιώνεται το σκοτάδι σε φως; Όχι, αγάπη μου, όποιος θέλει ας το καταλάβει χωρίς εξηγήσεις. Αρκετά εξήγησες. Τώρα άκου. Κλείσε τα μάτια κι άκου...)

Κι έτσι η Γη γυρίζει και πάλι... Ξημέρωμα Κυριακής...

1 comment:

  1. Βλέπεις; Να που καμιά φορά χρειάζεται να επιμένεις να πιστεύεις! Κι ας σου το λέει αυτό ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει στα θαύματα, που δεν πιστεύει γενικώς... Αλλά, πες μου, δεν είναι υπέροχο όταν, εκεί που πας να χάσεις την πίστη σου, υπάρχει κάποιος αγαπημένος δίπλα σου να σε στηρίζει; Να σου δίνει τη δύναμη για να ψάξεις να την βρεις ξανά; Να βρεις την πίστη σου, αλλά κι αυτό που ψάχνεις... Δεν είναι αυτός ένας από τους πιο όμορφους ορισμούς της συντροφικότητας και της αγάπης ;(ίσως και της ευτυχίας, θα τολμούσα να πω...)

    ReplyDelete